- διδυματόκος
- διδυμᾱτόκος , διδυματόκοςtwin-bornmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διδυματόκον — διδυμᾱτόκον , διδυματόκος twin born masc/fem acc sg διδυμᾱτόκον , διδυματόκος twin born neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυμοτόκος — διδυμοτόκος, ον (AM) (Α και διδυματόκος και διδυμητόκος) (απαντά μόνο στο θηλ.) αυτή που γεννά δίδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δίδυμος + τόκος < τίκτω (πρβλ. αρρενοτόκος). Ο τ. διδυμητόκος χρησιμοποιείται κυρίως στον ποιητικό λόγο και το συνδετικό… … Dictionary of Greek
διδυματόκα — διδυμᾱτόκα , διδυματόκος twin born neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυματόκε — διδυμᾱτόκε , διδυματόκος twin born masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυματόκοι — διδυμᾱτόκοι , διδυματόκος twin born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυματόκου — διδυμᾱτόκου , διδυματόκος twin born masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διδυματόκους — διδυμᾱτόκους , διδυματόκος twin born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)